ἐνταφιασμός: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἐνταφιασμός]])<br />[[τοποθέτηση]] στον τάφο, [[ταφή]] («εἰς τὴν ἡμέραν τοῡ ἐνταφιασμοῡ μου τετήρηκεν αὐτό», ΚΔ). | |mltxt=ο (Α [[ἐνταφιασμός]])<br />[[τοποθέτηση]] στον τάφο, [[ταφή]] («εἰς τὴν ἡμέραν τοῡ ἐνταφιασμοῡ μου τετήρηκεν αὐτό», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντᾰφιασμός:''' ὁ, [[ταφή]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 22:41, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A laying out for burial, Ev. Marc.14.8, Sch.Ar.Pl. 1009, etc.
German (Pape)
[Seite 854] ὁ, das Bestatten; Schol. Eur. Phoen. 1654; Einbalsamiren, N. T. Bei Suid. auch ἡ ἐνταφίασις
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ensevelissement.
Étymologie: ἐνταφιάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 enterramiento, sepelio μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν Eu.Marc.14.8, cf. Eu.Io.12.7, (ἀρώματα) τοῦ ἐνταφιασμοῦ τὰ σύμβολα Cyr.H.Catech.14.11.
2 embalsamamiento, preparación del cadáver para el entierro con mirra, Gr.Nyss.Hom.in Cant.189.2.
English (Strong)
from ἐνταφιάζω; preparation for interment: burying.
English (Thayer)
ἐνταφιασμοῦ, ὁ (ἐνταφιάζω, which see), preparation of a body for burial: Euripides, Phoen. 1654; (Schol. ad Aristophanes, Plutarch, 1009).)
Greek Monolingual
ο (Α ἐνταφιασμός)
τοποθέτηση στον τάφο, ταφή («εἰς τὴν ἡμέραν τοῡ ἐνταφιασμοῡ μου τετήρηκεν αὐτό», ΚΔ).
Greek Monotonic
ἐντᾰφιασμός: ὁ, ταφή, σε Καινή Διαθήκη