ἐπάντης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπάντης]], -ες (AM)<br />σπάν. τ. [[αντί]] [[ανάντης]]<br />[[ανηφορικός]], [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άντα]] «[[αντίκρυ]], [[απέναντι]]») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άντης</i>)]. | |mltxt=[[ἐπάντης]], -ες (AM)<br />σπάν. τ. [[αντί]] [[ανάντης]]<br />[[ανηφορικός]], [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άντα]] «[[αντίκρυ]], [[απέναντι]]») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άντης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπάντης:''' -ες ([[ἄντα]]) = [[ἀνάντης]], [[ανηφορικός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ες, rare form for ἀνάντης,
A steep, Th.7.79.
German (Pape)
[Seite 903] ες, bergan, steil in die Höhe, λόφος Thuc. 7, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάντης: -ες, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνάντης, ἀνηφορικός, «ὑψηλὸς» (Σουΐδ.), Θουκ. 7. 79.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui va en montant.
Étymologie: ἐπί, ἄντα.
Greek Monolingual
ἐπάντης, -ες (AM)
σπάν. τ. αντί ανάντης
ανηφορικός, υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άντης (< άντα «αντίκρυ, απέναντι») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αν-άντης)].
Greek Monotonic
ἐπάντης: -ες (ἄντα) = ἀνάντης, ανηφορικός, σε Θουκ.