ἐντροπία: Difference between revisions
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐντροπία]], ιων. ἐντροπίη)<br />[[δολοπλοκία]], [[τέχνασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> θερμοδυναμικό [[μέγεθος]] κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η [[τιμή]] αυξάνεται [[έπειτα]] από μια αναντίστρεπτη [[μεταβολή]] ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή [[έπειτα]] από μια αντιστρεπτή [[μεταβολή]] του. Η [[εντροπία]] [[είναι]] το [[μέτρο]] της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε [[μεταβολή]] που οδηγεί σε μεγαλύτερη [[αταξία]] μορίων συνοδεύεται από [[αύξηση]] της εντροπίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα. | |mltxt=η (Α [[ἐντροπία]], ιων. ἐντροπίη)<br />[[δολοπλοκία]], [[τέχνασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> θερμοδυναμικό [[μέγεθος]] κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η [[τιμή]] αυξάνεται [[έπειτα]] από μια αναντίστρεπτη [[μεταβολή]] ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή [[έπειτα]] από μια αντιστρεπτή [[μεταβολή]] του. Η [[εντροπία]] [[είναι]] το [[μέτρο]] της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε [[μεταβολή]] που οδηγεί σε μεγαλύτερη [[αταξία]] μορίων συνοδεύεται από [[αύξηση]] της εντροπίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντροπή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντροπία:''' ἡ, [[τέχνασμα]], [[ραδιουργία]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A = ἐντροπή, Hp.Decent.2. II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.
Greek Monolingual
η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.