εντροπή
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
Greek Monolingual
και ντροπή, η (AM ἐντροπή)
1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.)
2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας)
νεοελλ.
αυτό που προκαλεί ντροπή, ρεζίλεμα («η δουλειά δεν είναι ντροπή»)
μσν.- νεοελλ.
συστολή «η κόρη αποκρίθηκεν, λέγει
"πολλ' ἐντροπή μου εἶναι γιατί εὑρίσκομαι μὲ σένα μοναχή μου"», Ιγν. Πετρίτσης)
μσν.
1. τα γεννητικά όργανα
2. προσβολή
αρχ.
1. στροφή προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. μεταβολή φρονημάτων, μεταστροφή
3. ενδιαφέρον, προσοχή για κάποιον ή για κάτι («ἧ καὶ δοκεῖτε τοῦ τυφλοῦ τιν' ἐντροπὴν ἤ φροντίδ' ἕξειν αὐτόν;» — νομίζετε ότι θα προσέξει [θα ενδιαφερθεί] αυτός ή θα φροντίσει για τον τυφλό; Σοφ.).