εντροπή
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
Greek Monolingual
και ντροπή, η (AM ἐντροπή)
1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.)
2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας)
νεοελλ.
αυτό που προκαλεί ντροπή, ρεζίλεμα («η δουλειά δεν είναι ντροπή»)
μσν.- νεοελλ.
συστολή «η κόρη αποκρίθηκεν, λέγει
"πολλ' ἐντροπή μου εἶναι γιατί εὑρίσκομαι μὲ σένα μοναχή μου"», Ιγν. Πετρίτσης)
μσν.
1. τα γεννητικά όργανα
2. προσβολή
αρχ.
1. στροφή προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. μεταβολή φρονημάτων, μεταστροφή
3. ενδιαφέρον, προσοχή για κάποιον ή για κάτι («ἧ καὶ δοκεῖτε τοῦ τυφλοῦ τιν' ἐντροπὴν ἤ φροντίδ' ἕξειν αὐτόν;» — νομίζετε ότι θα προσέξει [θα ενδιαφερθεί] αυτός ή θα φροντίσει για τον τυφλό; Σοφ.).