ἐπιθαλάσσιος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιθαλάσσιος]] και ἐπιθαλάττιος, -α, -ον και -ος, -ον)<br />[[παραθαλάσσιος]], [[παράκτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναυτικός]], [[θαλασσινός]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιθαλάσσιος]] και ἐπιθαλάττιος, -α, -ον και -ος, -ον)<br />[[παραθαλάσσιος]], [[παράκτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναυτικός]], [[θαλασσινός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιθᾰλάσσιος:''' Αττ. -ττιος, -α, -ον ή -ος, -ον, αυτός που βρίσκεται ή διαμένει στην [[ακτή]], δηλ. [[παραθαλάσσιος]], Λατ. [[maritimus]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐπιθαλάττιος, α, ον Pl.Lg.704d, PRev.Laws93.5 (iii B.C.), also ος, ον X.HG3.1.16:—
A lying or dwelling on the coast, Hdt.1.154; τὰ ἐ. Id.5.30; ἐ. τῆς Πελοποννήσον Th.2.56; marine, Epich.90:—in App.Hisp. 12 ἐπιθάλασσος is prob. f.l.
German (Pape)
[Seite 942] att. -ττιος, am Meere gelegen, Her. 5, 30; von Menschen, am Meere wohnend, 1, 154; χωρία, πόλισμα, Thuc. 2, 66. 3, 7; Xen. An. 5, 5, 23; αἱ ἐπιθαλάττιοι πόλεις Hell. 3, 1, 16; Folgde; auch dreier Endungen, Plat. Legg. IV, 704 d.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
c. ἐπιθαλασσίδιος.
Étymologie: ἐπί, θάλασσα.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιθαλάσσιος και ἐπιθαλάττιος, -α, -ον και -ος, -ον)
παραθαλάσσιος, παράκτιος
αρχ.
ναυτικός, θαλασσινός.
Greek Monotonic
ἐπιθᾰλάσσιος: Αττ. -ττιος, -α, -ον ή -ος, -ον, αυτός που βρίσκεται ή διαμένει στην ακτή, δηλ. παραθαλάσσιος, Λατ. maritimus, σε Ηρόδ., Θουκ.