ἐπικαταρρέω: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(13) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικαταρρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για χυμούς) ρέω, [[κυλώ]] από το [[κεφάλι]] στα υπόλοιπα μέρη του σώματος<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐπικαταρρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καταρρέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για χυμούς) ρέω, [[κυλώ]] από το [[κεφάλι]] στα υπόλοιπα μέρη του σώματος<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαταρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3. II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.
Greek Monolingual
ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.