ἐπιστύλιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>t. d’arch.</i> épistyle, architrave, entablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], στύλος.
|btext=ου (τό) :<br /><i>t. d’arch.</i> épistyle, architrave, entablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], στύλος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστύλιον:''' τό ([[στῦλος]]), [[πρέκι]], οριζόντιο [[ξύλο]] ή [[δοκός]] στην [[κορυφή]] στύλων, [[επιστύλιο]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστύλιον Medium diacritics: ἐπιστύλιον Low diacritics: επιστύλιον Capitals: ΕΠΙΣΤΥΛΙΟΝ
Transliteration A: epistýlion Transliteration B: epistylion Transliteration C: epistylion Beta Code: e)pistu/lion

English (LSJ)

[ῡ], τό, (στῦλος)

   A architrave, IG12.372, Tab.Heracl.1.6, CIG2751 (Aphrodisias), Plu.Per.13, Ph.Bel.62.6, Callix.2, Vitr.3.5.8, etc. : also as Adj., ἐπιστύλια ξύλα IG12.313.106.    2 shelf with pigeon-holes, Arist.Ath.47.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 986] τό, der unmittelbar auf den Säulen ruhende Unterbalken, Architrav, Plut. Pericl. 13; Vitr. 3, 5 u. sonst; vielleicht übh. Gebälk.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστύλιον: τό, (στῦλος) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ εἶναι ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν ἐπιστύλιον καθηρμόσθη τετράγωνον ὑπερεῖδον τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― ὡσαύτως, ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
t. d’arch. épistyle, architrave, entablement.
Étymologie: ἐπί, στύλος.

Greek Monotonic

ἐπιστύλιον: τό (στῦλος), πρέκι, οριζόντιο ξύλο ή δοκός στην κορυφή στύλων, επιστύλιο, σε Πλούτ.