ἐριβρύχης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριβρύχης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω [[μένος]] ἄσχετον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για το [[πέλαγος]]) («πόντον ἐριβρύχην» — τη [[θάλασσα]] που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρύχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρυχώμαι]])].
|mltxt=[[ἐριβρύχης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω [[μένος]] ἄσχετον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για το [[πέλαγος]]) («πόντον ἐριβρύχην» — τη [[θάλασσα]] που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρύχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρυχώμαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐριβρύχης:''' [ῡ], γεν. <i>-ου</i>, Επικ. <i>-εω</i>, <i>ὁ</i>, = το επόμ., σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρύχης Medium diacritics: ἐριβρύχης Low diacritics: εριβρύχης Capitals: ΕΡΙΒΡΥΧΗΣ
Transliteration A: eribrýchēs Transliteration B: eribrychēs Transliteration C: erivrychis Beta Code: e)ribru/xhs

English (LSJ)

[ῡ], ου, Ep. εω, ὁ, = sq.,

   A ταῦρος Hes.Th.832 ; σῦς B.5.116 ; πόντος, λέων, Opp.H.1.476, 709.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρύχης: ῡ, γεν. -ου, Ἐπικ. -εω, ὁ, = τῷ ἑπομ., ταύρου ἐριβρυχέω μένος ἄσχετον Ἡσ. Θ. 832· σῦς ἐριβρύχας Βακχυλ. 5. 116 (ἔκδ. Blass)· πόντος, λέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 476. 709.

Greek Monolingual

ἐριβρύχης, ὁ (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.)
2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» — τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρύχης (< βρυχώμαι)].

Greek Monotonic

ἐριβρύχης: [ῡ], γεν. -ου, Επικ. -εω, , = το επόμ., σε Ησίοδ.