εὐμάραθος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμάραθος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]], για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο [[μάραθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάραθος]]].
|mltxt=[[εὐμάραθος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]], για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο [[μάραθο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μάραθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμάρᾰθος:''' -ον, [[πλούσιος]], [[άφθονος]] σε [[μάραθο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμάρᾰθος Medium diacritics: εὐμάραθος Low diacritics: ευμάραθος Capitals: ΕΥΜΑΡΑΘΟΣ
Transliteration A: eumárathos Transliteration B: eumarathos Transliteration C: evmarathos Beta Code: eu)ma/raqos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A abounding in fennel, AP9.318 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1079] πρηών, reich an Fenchel, Leon. Tar. 56 (IX, 318).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμάρᾰθος: -ον, ἔχων ἄφθονον μάραθον, Ἀνθ. Π. 9. 318.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en fenouil.
Étymologie: εὖ, μάραθον.

Greek Monolingual

εὐμάραθος, -ον (Α)
(για τόπο, για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο μάραθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάραθος].

Greek Monotonic

εὐμάρᾰθος: -ον, πλούσιος, άφθονος σε μάραθο, σε Ανθ.