εὐτοκία: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτοκία]], Α και ιων. τ. εὐτοκίη) [[εύτοκος]]<br />εύκολη [[γέννηση]], [[εύκολος]] [[τοκετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> ο [[τοκετός]] που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, [[χωρίς]] επιπλοκές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τρισσή [[εὐτοκία]]» — η εύκολη [[γέννηση]] τριών παιδιών<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[γονιμότητα]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐτοκία]], Α και ιων. τ. εὐτοκίη) [[εύτοκος]]<br />εύκολη [[γέννηση]], [[εύκολος]] [[τοκετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> ο [[τοκετός]] που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, [[χωρίς]] επιπλοκές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τρισσή [[εὐτοκία]]» — η εύκολη [[γέννηση]] τριών παιδιών<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[γονιμότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐτοκία:''' ἡ, [[ευτυχισμένος]] [[τοκετός]], [[γέννηση]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A easy delivery, Call.Epigr.54, AP9.268 (Antip. Thess.), Sor.1.70, Plu. Rom.21; τρισσὴ εὐ. three children happily born, AP9.349 (Leon.). 2 fertility, γυναικῶν Ph.1.183; of crops, ib.301.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτοκία: ἡ, εὐτυχὴς τοκετός, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 56, Ἀνθ. Π. 9. 268· τρισσὴ εὐτ., τριῶν τέκνων εὐτυχὴς γέννησις, αὐτόθι 349.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enfantement heureux ou fécond.
Étymologie: εὔτοκος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτοκία, Α και ιων. τ. εὐτοκίη) εύτοκος
εύκολη γέννηση, εύκολος τοκετός
νεοελλ.
ιατρ. ο τοκετός που γίνεται εύκολα, φυσιολογικά και ομαλά, χωρίς επιπλοκές
αρχ.
1. φρ. «τρισσή εὐτοκία» — η εύκολη γέννηση τριών παιδιών
2. (για γυναίκες) γονιμότητα.
Greek Monotonic
εὐτοκία: ἡ, ευτυχισμένος τοκετός, γέννηση, σε Ανθ.