εὔξεστος: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔξεστος]], -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά<br /><b>2.</b> ο [[στιλπνός]] («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔξεστον</i><br />η επιμελημένη [[επεξεργασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να τον ξύσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύξυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξεστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔξεστος]], -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά<br /><b>2.</b> ο [[στιλπνός]] («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔξεστον</i><br />η επιμελημένη [[επεξεργασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να τον ξύσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύξυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξεστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔξεστος:''' Επικ. ἐΰ-ξεστος, -η, -ον ή -ος, -ον ([[ξέω]]), καλομελετημένος, καλοσχεδιασμένος, καλογυαλισμένος, [[στιλπνός]], λουστραρισμένος, λέγεται για τη [[δουλεία]] μαραγκού, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐΰξεστος, η, ον, but ος, ον Od. 15.333: (ξέω):—
A well-planed, well-polished, of carpenters' work, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη, Il.24.271, 275, 280; χηλός Od.13.10; ἄκοντες 14.225; τράπεζαι 15.333; τὸ εὔξεστον Luc.Hist.Conscr.27.
German (Pape)
[Seite 1084] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von ἀπήνη, Il. 24, 275, ῥυμός, 271, φάτνη, 280, Od. oft, χηλός, 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον.
Greek (Liddell-Scott)
εὔξεστος: Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, ἀλλά, ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - καλῶς ἐξεσμένος, ὡς τὸ εὔξοος, ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
bien raclé, bien poli, p. ext. bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ξέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔξεστος, -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά
2. ο στιλπνός («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔξεστον
η επιμελημένη επεξεργασία
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να τον ξύσει κάποιος εύκολα, ο εύξυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξεστός (< ξέω)].
Greek Monotonic
εὔξεστος: Επικ. ἐΰ-ξεστος, -η, -ον ή -ος, -ον (ξέω), καλομελετημένος, καλοσχεδιασμένος, καλογυαλισμένος, στιλπνός, λουστραρισμένος, λέγεται για τη δουλεία μαραγκού, σε Όμηρ.