ἑψητός: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἑψητός]], -ή, -ον) [[ἕψω]]<br />[[ψητός]], [[βραστός]], βρασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εψητό</i> και [[ψητό]]<br />το [[ψητό]], το [[φαγητό]] του φούρνου ή της σούβλας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑψητόν</i><br />[[φαγητό]] μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑψητὸς [[οἶνος]]» — [[γλεύκος]], [[μούστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἑψητοί</i><br />μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για [[φάγωμα]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἑψητός]], -ή, -ον) [[ἕψω]]<br />[[ψητός]], [[βραστός]], βρασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εψητό</i> και [[ψητό]]<br />το [[ψητό]], το [[φαγητό]] του φούρνου ή της σούβλας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑψητόν</i><br />[[φαγητό]] μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἑψητὸς [[οἶνος]]» — [[γλεύκος]], [[μούστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἑψητοί</i><br />μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για [[φάγωμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑψητός:''' -ή, -όν ([[ἕψω]]), [[βραστός]], βρασμένος, σε Ξεν.· <i>ἑψητοί</i>, <i>-ῶν</i>, <i>οἱ</i>, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A boiled, ὄξος X.An.2.3.14; ὕδατα Nic.Al.111; ἑψητός (sc. οἶνος), ὁ, must, Gp.7.12.23, al. II ἑψητοί, ῶν, οἱ, small fish boiled for eating, Ar.V.679, Nicopho 18, Arist.HA569a20: sg., Archipp. 16, Eub.93, Posidipp.3, PCair.Zen.83.3 (iii B. C.), cf. Gal. 19.102; cf. ἑψητεῖς.
German (Pape)
[Seite 1132] adj. verb. zu ἕψω, gekocht, gesotten, ὄξος Xen. An. 2, 3, 14; ὕδατα Nic. Al. 111. – Ber Arist. H. A. 6, 15 u. Ath. VII, 301 c sind οἱ ἑψητοί eine Art kleiner Fische, Back-, Bratfische; vgl. Ar. Vesp. 679.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψητός: -ή, -όν, βραστός, βεβρασμένος, ὄξος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14· ὕδατα Νικ. Ἀλεξιφ. 111. ΙΙ. ἑψητοί, ῶν, οἱ, μικροὶ ἰχθύες βραστοὶ πρὸς βρῶσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 679, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 2, Ἀθήν. 301Α-C· πρβλ. ἐπανθρακίς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἑψέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑψητός, -ή, -ον) ἕψω
ψητός, βραστός, βρασμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό
το ψητό, το φαγητό του φούρνου ή της σούβλας
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν
φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)
2. φρ. «ἑψητὸς οἶνος» — γλεύκος, μούστος
αρχ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑψητοί
μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για φάγωμα.
Greek Monotonic
ἑψητός: -ή, -όν (ἕψω), βραστός, βρασμένος, σε Ξεν.· ἑψητοί, -ῶν, οἱ, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ.