καθηδυπαθέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />perdre dans la mollesse <i>ou</i> les plaisirs sa fortune <i>ou</i> son temps.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡδυπαθέω]].
|btext=-ῶ :<br />perdre dans la mollesse <i>ou</i> les plaisirs sa fortune <i>ou</i> son temps.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἡδυπαθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθηδῠπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] σε απολαύσεις, [[κατασπαταλώ]], [[διασπαθίζω]], σε Ξεν., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηδῠπᾰθέω Medium diacritics: καθηδυπαθέω Low diacritics: καθηδυπαθέω Capitals: ΚΑΘΗΔΥΠΑΘΕΩ
Transliteration A: kathēdypathéō Transliteration B: kathēdypatheō Transliteration C: kathidypatheo Beta Code: kaqhdupaqe/w

English (LSJ)

   A squander in luxury or revelling, τοὺς δαρεικούς X. An.1.3.3; τὰς εὐπορίας D.H.20.8; τὸν Χρόνον κ. καὶ ἀναλίσκειν Plu. Ant.28; τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς κ. Luc.DMort.12.6: abs., Ph.2.106,357, Alciphr.1.21.

German (Pape)

[Seite 1284] verschwelgen, verprassen; Geld, Xen. An. 1, 3, 3; καὶ ἀναλίσκειν τὸν χρόνον Plut. Anton. 28; τοὺς τοῦ πολέμου καιρούς Luc. D. Mort. 12, 7.

Greek (Liddell-Scott)

καθηδῠπαθέω: ἀσωτεύω, δαπανῶ τι εἰς ἡδονὰς καὶ πολυτέλειαν, δαρεικοὺς οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ εἰς τὸ ἴδιον κατεθέμην ἐμοί, ἀλλ’ οὐδὲ καθηδυπάθησα Ξεν. Ἀν. 1. 3, 3· τὸν χρόνον καθ. καὶ ἀναλίσκειν Πλουτ. Ἀντών. 28· τοὺς τοῦ πολέμου καιροὺς καθ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre dans la mollesse ou les plaisirs sa fortune ou son temps.
Étymologie: κατά, ἡδυπαθέω.

Greek Monotonic

καθηδῠπᾰθέω: μέλ. -ήσω, ξοδεύω σε απολαύσεις, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, σε Ξεν., Πλούτ.