καταμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταμερίζω]])<br />[[διαιρώ]] σε [[πολλά]] μικρά μέρη, [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμερίζομαι</i><br />(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.
|mltxt=(AM [[καταμερίζω]])<br />[[διαιρώ]] σε [[πολλά]] μικρά μέρη, [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμερίζομαι</i><br />(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμερίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[μοιράζω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερίζω Medium diacritics: καταμερίζω Low diacritics: καταμερίζω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katamerízō Transliteration B: katamerizō Transliteration C: katamerizo Beta Code: katameri/zw

English (LSJ)

   A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65.    2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5.

German (Pape)

[Seite 1363] zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12˙ εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, διανέμω, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως διανέμω, «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5˙ 2. 5.

French (Bailly abrégé)

f. att. καταμεριῶ;
1 partager : τι εἰς πολλά une chose en plusieurs parties;
2 répartir, distribuer : τί τισι qch à plusieurs personnes.
Étymologie: κατά, μερίζω.

Greek Monolingual

(AM καταμερίζω)
διαιρώ σε πολλά μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. κομματιάζω
2. παθ. καταμερίζομαι
(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.

Greek Monotonic

καταμερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε Λουκ.
2. διανέμω, κατανέμω, μοιράζω, σε Ξεν.