καρφαλέος: Difference between revisions
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(19) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρφαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[ξερός]], [[κατάξερος]] (α. «ὡς δ' [[ἄνεμος]]... [[ἠΐων]] θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «καρφαλέον δὲ οἱ [[ἀσπίς]]... ἄϋσεν» — η [[ασπίδα]] του έβγαλε [[ξερό]], δηλ. οξύ ήχο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεραίνει [[κάτι]] («καρφαλέον πῡρ», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρπα</i>-[[λέος]], <i>οκν</i>-<i>αλέος</i>). Η λ. χρησιμοποιείται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[καρχαλέος]]]. | |mltxt=[[καρφαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[ξερός]], [[κατάξερος]] (α. «ὡς δ' [[ἄνεμος]]... [[ἠΐων]] θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «καρφαλέον δὲ οἱ [[ἀσπίς]]... ἄϋσεν» — η [[ασπίδα]] του έβγαλε [[ξερό]], δηλ. οξύ ήχο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεραίνει [[κάτι]] («καρφαλέον πῡρ», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρπα</i>-[[λέος]], <i>οκν</i>-<i>αλέος</i>). Η λ. χρησιμοποιείται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[καρχαλέος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καρφᾰλέος:''' -α, -ον ([[κάρφω]]), [[ξηρός]], αποξηραμένος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ήχο, <i>καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε</i>, η [[ασπίδα]] έβγαλε έναν [[ξερό]] ήχο, δηλ. υπόκωφο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (κάρφω)
A dry, parched, ὡς ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od.5.369; δέρμα Hp.Aph.5.71, Prog.2, Gal.10.674; ἀστάχυες, ἄρουρα, AP9.384.14, Orph.L.269; κ. δίψει AP9.272 (Bianor), 7.536 (Alc.); of sound, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς . . ἄϋσεν the shield rang dry, i.e. sharply, Il.13.40 II Act., drying, parching, πῦρ v.l. for καρχ- (q. v.), Nic.Th.691.
German (Pape)
[Seite 1331] (κάρφω), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od. 5, 368; ἀστάχυες Mens. Rom. 14 (IX, 384); vor Durst erschöpft, durstig, δίψῃ καρφαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον Il. 21, 541, alte v. l., wo jetzt καρχαλέοι steht; δίψει Bian. 4 (IX, 272); φάρυγξ δ. καρφ. Alc. Mess. 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος, dürr, heiser erklang der Schild, Il. 13, 409. Bei Nic. Th. 691 heißt das Feuer so, ausdörrend, brennend.
Greek (Liddell-Scott)
καρφᾰλέος: -α, -ον, (κάρφω) ξηρός, κατάξηρος, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε. 369 (πρβλ. καρχαλέος)· δέρμα Ἱππ. Ἀφ. 1256, Προγν. 36· ἀστάχυες, ἄρουρα Ἀνθ. Π. 9. 384, 14, Ὀρφ. Λιθ. 266· καρφ. δίψῃ Ἀνθ. Π. 9. 272· -ἐπὶ ἤχου, καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπὶς… ἄϋσε, ἡ ἀσπὶς ἐξέβαλε ξηρὸν ἦχον (ὡς κοῖλον πρᾶγμα), Ἰλ. Ν. 409. ΙΙ. ἐνεργ., ξηραίνων, καταξηραίνων, πῦρ Νικ. Θηρ. 691.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sec, aride, altéré ; fig. en parl. du son sec, dur.
Étymologie: κάρφω.
English (Autenrieth)
dry; of sound (cf. αὖον), Il. 13.409. (Il. and Od. 5.369.)
Greek Monolingual
καρφαλέος, -α, -ον (Α)
1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ' ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.
β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» — η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφω + κατάλ. -αλέος (πρβλ. αρπα-λέος, οκν-αλέος). Η λ. χρησιμοποιείται ως άλλος τ. του επιθ. καρχαλέος].
Greek Monotonic
καρφᾰλέος: -α, -ον (κάρφω), ξηρός, αποξηραμένος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ήχο, καρφαλέον ἀσπὶς ἄϋσε, η ασπίδα έβγαλε έναν ξερό ήχο, δηλ. υπόκωφο, σε Ομήρ. Ιλ.