κελαινώπας: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελαινώπας]], ὁ, θηλ. [[κελαινῶπις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπας</i> / <i>ῶπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ασκαλ</i>-<i>ώπας</i> / <i>γλαυκ</i>-<i>ῶπις</i>]. | |mltxt=[[κελαινώπας]], ὁ, θηλ. [[κελαινῶπις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπας</i> / <i>ῶπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ασκαλ</i>-<i>ώπας</i> / <i>γλαυκ</i>-<i>ῶπις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελαινώπας:''' -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο [[πρόσωπο]], [[μελαψός]], [[ζοφερός]], [[ανήλιαγος]], σε Σοφ.· θηλ. [[κελαινῶπις]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ὁ, (ὤψ)
A black-faced: hence, gloomy, θυμός S.Aj. 955 (lyr.):—fem. κελαιν-ῶπις νεφέλα Pi.P.1.7:—also κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινώπας: α, ὁ, (ὢψ) μέλαιναν ἔχων τὴν ὄψιν, τὴν μορφήν, μέλας, φοβερός, θυμὸς (Σχολ. «κεκρυμμένος καὶ δόλιος θυμὸς ἢ καὶ βαθυγνώμων») Σοφ. Αἴ. 954· θηλ., κελαινῶπις νεφέλα Πινδ. Π. 1. 31. Ὡσαύτως κελαινωπός, ή, όν, ἐν Ἀρκαδ. σ. 67. 10.
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m. dor.
à l’aspect sombre, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, ὤψ.
Greek Monolingual
κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη
2. μτφ. φοβερός, άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ-ώπας / γλαυκ-ῶπις].
Greek Monotonic
κελαινώπας: -α, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, μελαψός, ζοφερός, ανήλιαγος, σε Σοφ.· θηλ. κελαινῶπις, σε Πίνδ.