κατατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατυγχάνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συναντώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, [[φθάνω]] στο επιθυμητό [[τέλος]] τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[τυχερός]] («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τυχαίνω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου («τοῑς βασιλικοῑς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατατυγχάνων [[ἀρτυτήρ]]» — αυτός που τυχαίνει να [[είναι]] [[αξιωματούχος]], ο [[εκάστοτε]] [[αξιωματούχος]].
|mltxt=[[κατατυγχάνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συναντώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, [[φθάνω]] στο επιθυμητό [[τέλος]] τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[τυχερός]] («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τυχαίνω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου («τοῑς βασιλικοῑς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατατυγχάνων [[ἀρτυτήρ]]» — αυτός που τυχαίνει να [[είναι]] [[αξιωματούχος]], ο [[εκάστοτε]] [[αξιωματούχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατατυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, είμαι επιτυχημένος, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατυγχάνω Medium diacritics: κατατυγχάνω Low diacritics: κατατυγχάνω Capitals: ΚΑΤΑΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: katatynchánō Transliteration B: katatynchanō Transliteration C: katatygchano Beta Code: katatugxa/nw

English (LSJ)

   A hit one's mark, reach the object of... [τῆς ἐλπίδος] Demad.6,cf. Diocl.Fr.138; τῆς στρατείας D.S.13.3; τῆς σπουδῆς Ael. NA3.25.    2 abs., to be lucky or successful, opp. ἐξαμαρτάνω, D.18.178; τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν as to the situation of the city, one must hope to be successful, Arist.Pol.1330a37.    3 c. dat., fall to the lot of, Procop.Arc.4.    4 Pass., in abs. sense, τὸ κ. Euryph. ap. Stob.4.39.27.    II to be in office at the time, ὁ κ. ἀρτυτήρ Test.Epict.4.37, cf. IG12(3).249.36 (Anaphe).

Greek (Liddell-Scott)

κατατυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι, ἐπιτυγχάνω τὸν σκοπὸν μου, φθάνω εἰς τὸ ἀντικείμενον…, τῆς ἐλπίδος Δημάδ. 179. 12· τῆς στρατείας κατατυχεῖν προσευχόμενοι, ἵνα ἐν τῇ στρατείᾳ ἐπιτύχωσιν, ἀποβῇ εὐτυχὴς ἡ στρατεία, Διόδ. 13. 3· τῆς σπουδῆς Αἰλ. π. Ζ. 3. 25. 2) ἀπολ., εἶμαι ἐπιτυχὴς ἢ εὐτυχὴς («τυχηρός»), ἀντιθ. τῷ ἐξαμαρτάνω. Δημ. 288. 2· τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν, ὡς πρὸς τὴν θέσιν τῆς πόλεως πρέπει νὰ εὔχηταί τις νὰ εἶναι ἐπιτυχὴς εἰς τοὺς πολίτας, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 1· καὶ μετὰ δοτ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, τοῖς βασιλικοῖς ἱπποστασίοις κ. Προκοπ. Ἱστορ. 644. ΙΙ. ὁ κατατυγχάνων, ὁ κατὰ τύχην ὤν, ὁ ἑκάστοτε, παρ’ Ἀττικοῖς ὁ ἀεί· ὁ κ. ἁρτυτὴρ Συλλ. Ἐπιγρ. 2448 V. 1. 5, πρβλ. 2477b (προσθῆκ.).

French (Bailly abrégé)

f. κατατεύξομαι, ao.2 κατέτυχον;
parvenir à, obtenir, réussir.
Étymologie: κατά, τυγχάνω.

Greek Monolingual

κατατυγχάνω (AM)
μσν.
συναντώ κάποιον
αρχ.
1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, Διόδ.)
2. είμαι τυχερός («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», Δημοσθ.)
3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου («τοῑς βασιλικοῑς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)
4. φρ. «ὁ κατατυγχάνων ἀρτυτήρ» — αυτός που τυχαίνει να είναι αξιωματούχος, ο εκάστοτε αξιωματούχος.

Greek Monotonic

κατατυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, επιτυγχάνω τον σκοπό μου, είμαι επιτυχημένος, σε Δημ.