κρεανομέω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />distribuer les chairs d’une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
|btext=-ῶ :<br />distribuer les chairs d’une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεᾱνομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>κεκρεανόμηκα</i>· [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] το [[κρέας]], [[μοιράζω]] το [[κρέας]] της θυσίας [[ανάμεσα]] στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., [[διαμοιράζω]] [[αναμεταξύ]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομέω Medium diacritics: κρεανομέω Low diacritics: κρεανομέω Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kreanoméō Transliteration B: kreanomeō Transliteration C: kreanomeo Beta Code: kreanome/w

English (LSJ)

pf.

   A κεκρεανόμηκα Is.9.33:—divide the flesh of a victim among the guests, l.c., Luc.Prom.20; distribute meat, τῇ βουλῇ IG22.847.25: generally, divide, cut piecemeal, D.S.34.12:—Med., Sopat.20: with pl. subject, divide among themselves, Theoc.26.24.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― διανέμω κρέας, μοιράζω τὸ κρέας τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· καθόλου, διαμοιράζω, διαχωρίζω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer les chairs d’une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Greek Monotonic

κρεᾱνομέω: μέλ. -ήσω, παρακ. κεκρεανόμηκα· διανέμω, διαμοιράζω το κρέας, μοιράζω το κρέας της θυσίας ανάμεσα στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., διαμοιράζω αναμεταξύ, σε Θεόκρ.