κρεανομέω

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομέω Medium diacritics: κρεανομέω Low diacritics: κρεανομέω Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kreanoméō Transliteration B: kreanomeō Transliteration C: kreanomeo Beta Code: kreanome/w

English (LSJ)

pf. κεκρεανόμηκα Is.9.33:—divide the flesh of a victim among the guests, l.c., Luc.Prom.20; distribute meat, τῇ βουλῇ IG22.847.25: generally, divide, cut piecemeal, D.S.34.12:—Med., Sopat.20: with pl. subject, divide among themselves, Theoc.26.24.

French (Bailly abrégé)

κρεανομῶ :
distribuer les chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.

German (Pape)

[ᾱ], Fleisch, bes. des Opfertieres, unter die Gäste verteilen; πολλάκις ἐληλυθότι οὐδεπώποτε κεκρεανομήκασι Isae. 9.33; Luc. Prom. 20; zerstückeln, Theocr. 26.24. – Pass. κρεανομοῦμαι, Sosipat. bei Ath. XV.702b.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾰνομέω:
1 разрубать мясо (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;
2 разрывать на части (sc. Πενθῆα Theocr.).

Greek Monotonic

κρεᾱνομέω: μέλ. -ήσω, παρακ. κεκρεανόμηκα· διανέμω, διαμοιράζω το κρέας, μοιράζω το κρέας της θυσίας ανάμεσα στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., διαμοιράζω αναμεταξύ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― διανέμω κρέας, μοιράζω τὸ κρέας τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· καθόλου, διαμοιράζω, διαχωρίζω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.

Middle Liddell

κρεᾱνομέω,
to distribute flesh, to divide the flesh of a victim among the guests, Luc.:—Mid. to divide among themselves, Theocr.