λαιψηρός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], γρήγορος, [[ευκίνητος]], [[ανάλαφρος]] («ὅς oἱ [[ἐπῶρσε]] [[μένος]] λαιψηρά τε γοῡνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, [[ταχύς]] («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>λαιψηρά</i><br />ορμητικά, [[γρήγορα]]. Επιρρ. <i>λαιψηρῶς</i> (Α)<br />ορμητικά, [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε με εκφραστικό μεταπλασμό από τη λ. [[αἰψηρός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» [[είτε]] [[κατά]] το <i>λαβρός</i> [[είτε]] με το προθεματικό επιτατικό [[μόριο]] <i>λα</i>-].
|mltxt=[[λαιψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], γρήγορος, [[ευκίνητος]], [[ανάλαφρος]] («ὅς oἱ [[ἐπῶρσε]] [[μένος]] λαιψηρά τε γοῡνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, [[ταχύς]] («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>λαιψηρά</i><br />ορμητικά, [[γρήγορα]]. Επιρρ. <i>λαιψηρῶς</i> (Α)<br />ορμητικά, [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε με εκφραστικό μεταπλασμό από τη λ. [[αἰψηρός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» [[είτε]] [[κατά]] το <i>λαβρός</i> [[είτε]] με το προθεματικό επιτατικό [[μόριο]] <i>λα</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιψηρός:''' -ά, -όν, = [[αἰψηρός]], [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], [[ταχύς]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.· πληθ. ουδ., ως επίρρ., ορμητικά, [[γρήγορα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιψηρός Medium diacritics: λαιψηρός Low diacritics: λαιψηρός Capitals: ΛΑΙΨΗΡΟΣ
Transliteration A: laipsērós Transliteration B: laipsēros Transliteration C: laipsiros Beta Code: laiyhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A light, nimble, swift, λαιψηρά τε γοῦνα Il.22.204, al.; of persons, light-footed, swift, 21.264; λ. βελέεσσιν ib.278; ἀνέμων λ. κέλευθα 14.17; λ. δρόμος, πόδες, Pi.P.121, N.10.63, B.Scol.Oxy. Fr.4.9; γνάθοι E.Alc.494; πόλεμοι Pi.O.12.4: neut. pl. as Adv., swiftly, E.Ion717 (lyr.), Opp.H.1.237: regul. Adv. -ρῶς ib.5.660.

German (Pape)

[Seite 8] (vgl. αἰψηρός), 1) schnell, schnellfüßig, Ἀχιλλεύς, Il. 21, 264, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα, 22, 204 u. öfter; auch λαιψηροῖς ὀλέεσθαι Ἀπόλλωνος βελέεσσι, 21, 278, u. ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα, 14, 17; δρόμος, Pind. P. 9, 125; πόλεμοι, Ol. 12, 4; πόδες, N. 10, 63, wie Eur. Hel. 555 u. öfter; adverbial, λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717 u. sp. D., wie Ap. Rh. ἀνέμου λαιψηρὰ ἀέντος, 4, 246, u. öfter von Winden; λαιψηρότεροι φέβονται, Opp. Cyn. 4, 446. – 2) nach den VLL. soll es bei den Lacedämoniern ἡμίξηρος bedeutet haben.

Greek (Liddell-Scott)

λαιψηρός: -ά, -όν, ἐλαφρός, κοῦφος, ταχύς, εὐκίνητος, λαιψηρά τε γοῦνα Ἰλ. Χ. 204, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ἔχων κοῦφον τὸν πόδα, εὐκίνητος, ὠκύς, Φ. 264· οὕτω, λαιψηροῖς βελέεσσι Φ. 278· ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ. 17· λ. δρόμος, πόδες Πινδ. Π. 9. 215, Ν. 10. 118· γνάθοι Εὐρ. Ἄλκ. 494· πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁρμητικῶς, ταχέως, Εὐρ. Ἴων 717. (Ποιητ. λέξ., ἀναμφιβόλως = αἰψηρός, ἐκ τοῦ αἶψα, πρβλ. Λλ. ΙΙ. 2).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
véhément, rapide, agile.
Étymologie: préf. λα-, αἶψα.

English (Autenrieth)

nimble, swift; adv., λαιψηρὰ ἐνώμᾶ, ‘plied nimbly,’ Il. 15.269.

English (Slater)

λαιψηρός
   1 swift Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον (P. 9.121) λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν (N. 10.63) met., λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι quick-moving. (O. 12.4)

Greek Monolingual

λαιψηρός, -ά, -όν (Α)
1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λαιψηρά
ορμητικά, γρήγορα. Επιρρ. λαιψηρῶς (Α)
ορμητικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με εκφραστικό μεταπλασμό από τη λ. αἰψηρός «ταχύς, ορμητικός» είτε κατά το λαβρός είτε με το προθεματικό επιτατικό μόριο λα-].

Greek Monotonic

λαιψηρός: -ά, -όν, = αἰψηρός, ελαφρός, ευκίνητος, ταχύς, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.· πληθ. ουδ., ως επίρρ., ορμητικά, γρήγορα, σε Ευρ.