λάθυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λάθυρος]], πληθ. και λάθυρα, τά)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ψυχανθή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή [[ομοιότητα]] με λέξεις που σημαίνουν «[[φακή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lens</i>, αρχ. σλαβ. <i>lęšta</i>, ρωσ. <i>ljača</i>) δεν αποδεικυύει [[αναγωγή]] σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]], [[ούτε]] παράλληλο δανεισμό από μια [[κοινή]] [[πηγή]]].
|mltxt=ο (Α [[λάθυρος]], πληθ. και λάθυρα, τά)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ψυχανθή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή [[ομοιότητα]] με λέξεις που σημαίνουν «[[φακή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lens</i>, αρχ. σλαβ. <i>lęšta</i>, ρωσ. <i>ljača</i>) δεν αποδεικυύει [[αναγωγή]] σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]], [[ούτε]] παράλληλο δανεισμό από μια [[κοινή]] [[πηγή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάθῠρος:''' ὁ, είδος οσπρίου· πληθ. [[λάθυρα]], σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθῠρος Medium diacritics: λάθυρος Low diacritics: λάθυρος Capitals: ΛΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: láthyros Transliteration B: lathyros Transliteration C: lathyros Beta Code: la/quros

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A pulse, chickling, Lathyrus sativus, Anaxandr. 41.43 (pl.), Alex.162.12 (both anap.), Thphr.HP8.3.1, Plu.2.286e: heterocl. pl. λάθυρα Babr.74.6.

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, eine schotentragende Pflanze, Theophr. u. A., Essen für arme Leute, Ath. II, 55 a.

Greek (Liddell-Scott)

λάθῠρος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pois chiche, plante.
Étymologie: DELG origine ignorée ; cf. ttf. lat. lens « lentille ».

Greek Monolingual

ο (Α λάθυρος, πληθ. και λάθυρα, τά)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή ομοιότητα με λέξεις που σημαίνουν «φακή» (πρβλ. λατ. lens, αρχ. σλαβ. lęšta, ρωσ. ljača) δεν αποδεικυύει αναγωγή σε κοινή ΙΕ ρίζα, ούτε παράλληλο δανεισμό από μια κοινή πηγή].

Greek Monotonic

λάθῠρος: ὁ, είδος οσπρίου· πληθ. λάθυρα, σε Βάβρ.