λαιμαργία: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]]. | |mltxt=η (AM [[λαιμαργία]]) [[λαίμαργος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] με [[απληστία]], αχόρταγα, η [[αδηφαγία]] («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ [[πάντα]] ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώγει [[κάποιος]] [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] φαγητού [[γρήγορα]] και με έκδηλη [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κάμνω]] λαιμαργίαν» — δείχνομαι [[άπληστος]], [[δείχνω]] [[απληστία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμαργία:''' ἡ, [[αδηφαγία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A gluttony, Pl.R.619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.
German (Pape)
[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.
Greek Monolingual
η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.
Greek Monotonic
λαιμαργία: ἡ, αδηφαγία, σε Πλάτ.