λελογισμένως: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -α (Α [[λελογισμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λελογισμένος</i>, μτχ. του <i>λελόγισμαι</i>, παρακμ. του [[λογίζομαι]] «[[υπολογίζω]]»]. | |mltxt=και -α (Α [[λελογισμένως]])<br /><b>επίρρ.</b> με [[προσοχή]], με [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λελογισμένος</i>, μτχ. του <i>λελόγισμαι</i>, παρακμ. του [[λογίζομαι]] «[[υπολογίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λελογισμένως:''' επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (λογίζομαι)
A according to calculation, λ. ὅκως . . Hdt.3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5.
German (Pape)
[Seite 28] adv. zum part. perf. von λογίζομαι, mit Ueberlegung, nach reiflicher Erwägung; Eur. I. A. 1021; Her. 3, 104, wo ὅπως folgt.
Greek (Liddell-Scott)
λελογισμένως: ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. ὅκως ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα μᾶλλον ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, en réfléchissant.
Étymologie: part. pf. de λογίζομαι.
Greek Monolingual
και -α (Α λελογισμένως)
επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. του λελόγισμαι, παρακμ. του λογίζομαι «υπολογίζω»].
Greek Monotonic
λελογισμένως: επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ.