λαγαρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγαρίζομαι]] και λαγαρύ<br />ζομαι και [[λαγυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[περνώ]] φτωχικά και στερημένα, [[μόλις]] τά [[καταφέρνω]] («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] με τον αγκώνα<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[ξύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]]. Οι τ. [[λαγαρύζομαι]] και [[λαγυρίζομαι]] [[είναι]] διαφορετικές γραφές του [[λαγαρίζομαι]].
|mltxt=[[λαγαρίζομαι]] και λαγαρύ<br />ζομαι και [[λαγυρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>πιθ.</b> [[περνώ]] φτωχικά και στερημένα, [[μόλις]] τά [[καταφέρνω]] («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[σκουντώ]], [[σπρώχνω]] με τον αγκώνα<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[ξύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγαρός]]. Οι τ. [[λαγαρύζομαι]] και [[λαγυρίζομαι]] [[είναι]] διαφορετικές γραφές του [[λαγαρίζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰγᾰρίζομαι:''' Παθ., είμαι [[χαλαρός]], [[νωθρός]] ή αποστεώνομαι, [[λιμοκτονώ]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγᾰρίζομαι Medium diacritics: λαγαρίζομαι Low diacritics: λαγαρίζομαι Capitals: ΛΑΓΑΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: lagarízomai Transliteration B: lagarizomai Transliteration C: lagarizomai Beta Code: lagari/zomai

English (LSJ)

Pass., dub. sens., Ar.V.674 ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον, expld. by Sch. τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὅ ἐστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα, i.e.

   A getting a poor living out of the ballot-box.    II prob. scrape, Pherecr.121.    III jog or nudge with the elbow, = σκαλεύειν, Hsch. (v.l. λαγαρυζόμενον in Ar.l.c., λαγυριζόμενοι in Pherecr. l.c.).    B intr. in Act., of the pulse, Archig. ap. Gal.8.662.

German (Pape)

[Seite 3] od. λαγαρύζομαι, Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγᾰρίζομαι: Παθ., λέξ. ἀμφιβόλου σημασ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 674, ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον ἑρμηνευόμ. ὑπὸ τοῦ Σχολ. «τὰ λαγαρὰ ἐσθίοντα, ὃ ἔστιν εὔθραυστα καὶ εὐτελῆ τινα», δηλ. ὀλίγα ἀπολαμβάνων ἐκ τῆς κληρωτίδος, πενιχρῶς ἀποζῶν. ΙΙ. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «λαγαριζόμενοι· σκαλεύοντες· δηλοῖ δὲ τὸ πρὸς τὰς λαγόνας τὸν ἀγκῶνα προσάγειν, πυκνὰ διαπείροντα τὴν χεῖρα», πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Meineke. - Ὑπάρχει διάφ. γραφὴ λαγαρυζόμενος παρ’ Ἀριστοφ. καὶ Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀλλ’ ὁ τύπος εἰς -ίζομαι ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ Δωρ. λαγαρίττομαι παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

être faible, mollir en parl. du vent ; ou pê fouiller dans, gratter.
Étymologie: λαγαρός.

Greek Monolingual

λαγαρίζομαι και λαγαρύ
ζομαι και λαγυρίζομαι (Α)
1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.)
2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα
3. αποξέω, ξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι είναι διαφορετικές γραφές του λαγαρίζομαι.

Greek Monotonic

λᾰγᾰρίζομαι: Παθ., είμαι χαλαρός, νωθρός ή αποστεώνομαι, λιμοκτονώ, σε Αριστοφ.