λίην: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(23)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίην]] (Α)<br />(ιων. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[λίαν]].
|mltxt=[[λίην]] (Α)<br />(ιων. και επικ. τ.) <b>βλ.</b> [[λίαν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίην:''' Ιων. και Επικ. αντί [[λίαν]].
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 44] ion. u. ep. = λίαν, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λίην: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ λίαν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. λίαν.

English (Autenrieth)

too, excessively, greatly, very; μή τι λίην προκαλίζεο, provoke me nottoo far,’ Od. 18.20 ; οὐδέ τι λίην οὕτω νώνυμός ἐστι, not so very unrenowned, Od. 13.238, cf. Od. 15.405; often καὶ λίην at the beginning of a statement, ‘most certainly,’ ‘ay, by all means,’ etc.

Greek Monolingual

λίην (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. λίαν.

Greek Monotonic

λίην: Ιων. και Επικ. αντί λίαν.