μακεδνός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακεδνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[μακρύς]], [[ψηλός]] («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δωρικός]] («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν [[ἔθνος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μακεδνὰ σκῡλα<br />τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα [[ἵσταται]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μακ</i>-<i>εδνός</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[μακρύς]] και [[λεπτός]]» και συνδέεται με τα [[μακρός]], [[μῆκος]]. Οι τ. [[μακεδνός]] και <i>Μακεδόνες</i> συνδέονται [[μεταξύ]] τους, [[οπότε]] το -<i>δν</i>-<i>ο</i>- του [[μακεδνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δόνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γοε</i>-<i>δν</i>-<i>ός</i>). Η λ. <i>Μακεδόνες</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Μακι</i>-<i>κεδόνες</i> «αυτοί που η [[χώρα]] / γη τους [[είναι]] μακρά / [[μεγάλη]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>μακ</i>-<i>ι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μακ</i>-<i>ρός</i>), ενώ το β' συνθετικό [[είναι]] πιθ. μια μακεδονική [[απόδοση]] της λ. [[χθών]] «γη»].
|mltxt=[[μακεδνός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[μακρύς]], [[ψηλός]] («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δωρικός]] («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν [[ἔθνος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μακεδνὰ σκῡλα<br />τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα [[ἵσταται]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μακ</i>-<i>εδνός</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[μακρύς]] και [[λεπτός]]» και συνδέεται με τα [[μακρός]], [[μῆκος]]. Οι τ. [[μακεδνός]] και <i>Μακεδόνες</i> συνδέονται [[μεταξύ]] τους, [[οπότε]] το -<i>δν</i>-<i>ο</i>- του [[μακεδνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δόνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γοε</i>-<i>δν</i>-<i>ός</i>). Η λ. <i>Μακεδόνες</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Μακι</i>-<i>κεδόνες</i> «αυτοί που η [[χώρα]] / γη τους [[είναι]] μακρά / [[μεγάλη]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>μακ</i>-<i>ι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μακ</i>-<i>ρός</i>), ενώ το β' συνθετικό [[είναι]] πιθ. μια μακεδονική [[απόδοση]] της λ. [[χθών]] «γη»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκεδνός:''' -ή, -όν, = [[μηκεδανός]], [[μακρός]], ψηλός, [[λαμπάδα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκεδνός Medium diacritics: μακεδνός Low diacritics: μακεδνός Capitals: ΜΑΚΕΔΝΟΣ
Transliteration A: makednós Transliteration B: makednos Transliteration C: makednos Beta Code: makedno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = μηκεδανός, tall, taper, αἴγειρος Od.7.106; ἐλάται Nic.Th.472; νάπαι Lyc.1273: as pr. n. of the Dorians, Δωρικόν τε καὶ M. ἔθνος Hdt.8.43, cf. 1.56; M. σκῦλα Hsch. (who glosses it by οὐράνια καὶ μεγάλα).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ὑψηλός, αἴγειρος Ὀδ. Η. 106· ἐλάται Νικ. Θηρ. 472· νάπαι Λυκόφρ. 1273.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
long, élevé.
Étymologie: cf. μακρός.

English (Autenrieth)

(cf. μακρός): tall, Od. 7.106†.

Greek Monolingual

μακεδνός, -ή, -όν (Α)
1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.)
2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα
τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ-εδνός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα māk- «μακρύς και λεπτός» και συνδέεται με τα μακρός, μῆκος. Οι τ. μακεδνός και Μακεδόνες συνδέονται μεταξύ τους, οπότε το -δν-ο- του μακεδνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -δών, -δόνος (πρβλ. γοε-δν-ός). Η λ. Μακεδόνες πιθ. < Μακι-κεδόνες «αυτοί που η χώρα / γη τους είναι μακρά / μεγάλη» (< μακ-ι < μακ-ρός), ενώ το β' συνθετικό είναι πιθ. μια μακεδονική απόδοση της λ. χθών «γη»].

Greek Monotonic

μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ψηλός, λαμπάδα, σε Ομήρ. Οδ.