μελίκηρον: Difference between revisions
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελίκηρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κερί]] που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, [[κηρήθρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αμπέλου, [[μελικηρίς]] («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ [[βοτάνη]] κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ [[παρόμοιος]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελίκηρος]], με [[αλλαγή]] γένους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρητινό</i>-<i>κηρον</i>)]. | |mltxt=[[μελίκηρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κερί]] που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, [[κηρήθρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αμπέλου, [[μελικηρίς]] («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ [[βοτάνη]] κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ [[παρόμοιος]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελίκηρος]], με [[αλλαγή]] γένους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρητινό</i>-<i>κηρον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελίκηρον:''' τό, [[κερί]] μέλισσας, [[κηρήθρα]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, = foreg. III, Theoc.20.27 (dub.), Poll.1.254, Hsch. II = foreg. IV, Ps.-Plu. Fluv.19.2.
German (Pape)
[Seite 123] τό, der Honig oder Wachskuchen der Bienen, Theocr. 20, 27. Bei Plut. fluv. 19, 2 eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
μελίκηρον: τό, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 20. 27, Πολυδ. Α΄, 254. ΙΙ. = μελικηρὶς IV, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1160C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de vin.
Étymologie: μέλι, κηρός.
Greek Monolingual
μελίκηρον, τὸ (Α)
1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα
2. είδος αμπέλου, μελικηρίς («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους (πρβλ. ρητινό-κηρον)].