μεταπαύομαι: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταπαύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αναπαύομαι [[κατά]] διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] ή [[παύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]. | |mltxt=[[μεταπαύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αναπαύομαι [[κατά]] διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] ή [[παύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373. II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.
German (Pape)
[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
French (Bailly abrégé)
cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.
English (Autenrieth)
cease or rest between whiles, Il. 17.373.
Greek Monolingual
μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.
Greek Monotonic
μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.