μεταποιέω: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />refaire, réformer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταποιέομαι-οῦμαι prendre sa part de, s’approprier, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ποιέω]]. | |btext=-ῶ :<br />refaire, réformer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταποιέομαι-οῦμαι prendre sa part de, s’approprier, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τροποποιώ]] την [[κατασκευή]] ενός πράγματος, [[ανακατασκευάζω]], [[τροποποιώ]], σε Σόλωνα, Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μεταχειρίζομαι]] μια [[πρόφαση]], [[εγείρω]] έναν ισχυρισμό, [[προφασίζομαι]], με γεν. <i>ἀρετῆς</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A alter the make of a thing, remodel, νόμους D.18.121; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον re-compose the verse, Sol.20.3:—Pass., -ποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18. II Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; τέχνης Pl.Plt.289e; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.
German (Pape)
[Seite 152] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεταποιέω: μεταβάλλω τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου κατασκευάζω, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, μετὰ γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, κάλλιον νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι μετεόν, ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
refaire, réformer, acc.;
Moy. μεταποιέομαι-οῦμαι prendre sa part de, s’approprier, gén..
Étymologie: μετά, ποιέω.
Greek Monotonic
μεταποιέω: μέλ. -ήσω,
I. τροποποιώ την κατασκευή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, τροποποιώ, σε Σόλωνα, Δημ.
II. Μέσ., μεταχειρίζομαι μια πρόφαση, εγείρω έναν ισχυρισμό, προφασίζομαι, με γεν. ἀρετῆς, σε Θουκ.