μισθάρνης: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθάρνης]] και μισθαρνής, ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται με [[μισθό]], ο [[μισθωτός]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρνυμαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μίσθαρνος]]. | |mltxt=[[μισθάρνης]] και μισθαρνής, ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται με [[μισθό]], ο [[μισθωτός]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄρνυμαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μίσθαρνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθάρνης:''' ὁ ([[ἄρνυμαι]]), [[μισθωτός]] [[εργάτης]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.
Greek Monolingual
μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.