μεταπέταμαι: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταπέταμαι]] και μεταπέτομαι (ΑΜ)<br />[[πετώ]] [[μακριά]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], απομακρύνομαι πετώντας. | |mltxt=[[μεταπέταμαι]] και μεταπέτομαι (ΑΜ)<br />[[πετώ]] [[μακριά]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], απομακρύνομαι πετώντας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταπέταμαι:''' ή -[[πέτομαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-επτάμην</i>, αποθ., [[πετώ]] σε άλλον [[τόπο]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
or μετα-πέτομαι,
A fly to another place, fly away, ἀπὸ . . εἰς . . Luc.Hist.Conscr.50.
German (Pape)
[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
French (Bailly abrégé)
c. μεταπέτομαι.
Greek Monolingual
μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.
Greek Monotonic
μεταπέταμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, αποθ., πετώ σε άλλον τόπο, πετώ μακριά, σε Λουκ.