οἴνη: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἴνη]], δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[άμπελος]] («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίνος]], [[κρασί]] («οἴνης σκύφον προτείνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[οἴνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αριθμός]] <i>ένα</i> στα ζάρια, ο [[άσσος]] («ἢ τρεῑς ἓξ ἢ τρεῑς οἶναι», ιων. παροιμ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἴνας<br />τοὺς κύβους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἴνη]] ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] με σημ. «[[μοναδικός]], [[μόνος]]» (<b>πρβλ.</b> [[οίος]]<i>), που διακρίνεται ως [[προς]] τη σημ. από τη [[ρίζα]] [i]sem</i> του <i>εἷς</i> «[[ένας]]», [[αλλά]], παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «[[ένας]]»: λατ. <i>ū</i><i>nus</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. λατ. <i>oino</i>-), αρχ. ιρλδ. <i>oen</i>, γοτθ. <i>ains</i>, γερμ. <i>ein</i>, αρχ. πρωσ. <i>ains</i>. Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε <i>ino</i>- και σε παράγωγα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>inokŭ</i> «[[μοναδικός]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἴνη]], δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[άμπελος]] («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίνος]], [[κρασί]] («οἴνης σκύφον προτείνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[οἴνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αριθμός]] <i>ένα</i> στα ζάρια, ο [[άσσος]] («ἢ τρεῑς ἓξ ἢ τρεῑς οἶναι», ιων. παροιμ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἴνας<br />τοὺς κύβους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἴνη]] ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] με σημ. «[[μοναδικός]], [[μόνος]]» (<b>πρβλ.</b> [[οίος]]<i>), που διακρίνεται ως [[προς]] τη σημ. από τη [[ρίζα]] [i]sem</i> του <i>εἷς</i> «[[ένας]]», [[αλλά]], παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «[[ένας]]»: λατ. <i>ū</i><i>nus</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. λατ. <i>oino</i>-), αρχ. ιρλδ. <i>oen</i>, γοτθ. <i>ains</i>, γερμ. <i>ein</i>, αρχ. πρωσ. <i>ains</i>. Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε <i>ino</i>- και σε παράγωγα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>inokŭ</i> «[[μοναδικός]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἴνη:''' Δωρ. οἴνα, ἡ ([[οἶνος]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[αμπέλι]], σε Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[οἶνος]], [[κρασί]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνη Medium diacritics: οἴνη Low diacritics: οίνη Capitals: ΟΙΝΗ
Transliteration A: oínē Transliteration B: oinē Transliteration C: oini Beta Code: oi)/nh

English (LSJ)

(A) (v. οἶνος), ἡ, old name for

   A the vine, Hes.Op.572, Sc.292 ; Διονύσου οἴνα E.Ba.535, cf. Ph.229, Hyps.Fr.58.4 (all lyr.), Moschio Trag.6.12 ; βοτρυώδεος οἴνης Epigr.Gr.88.5 ; γάνος οἴνας IG3.779.6 ; ἀδευκέας οἴνας Orph.Fr.282 : once in Prose, Hecat.15J.    2 = οἶνος, wine, AP6.334 (Leon.), Nic.Th.622.
οἴνη (B), ἡ,

   A the ace on dice, Achae.56 : Ion. prov., ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς οἶναι Zen.4.23 :—also οἶνος, ὁ, Poll.7.204 (οἰνός codd.) ; and οἰνίζειν· τὸ μονάζειν κατὰ γλῶσσαν, Hsch. (Cf. OLat. oinos = unus, Goth. ains, OE. án 'one'.)

Greek (Liddell-Scott)

οἴνη: (Α), (ἴδε οἶνος), ἡ, ἀρχαῖον ποιητ. ὄνομα τῆς ἀμπέλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570, Ἀσπ. Ἡρ. 292· ἀπαντῶν ἐνιαχοῦ παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, Διονύσου οἴνα Εὐρ. Βάκχ. 535, Φοίν. 228 (ἀμφότερα λυρ. χωρία), πρβλ. Μοσχίωνα ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 242· βοτρυώδεος οἴνης Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 88. 5· οἴνας γάνος 853. 6. 2) = οἶνος, Ἀνθ. Π. 6. 334, Νικ. Θ. 622.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cep de vigne.
Étymologie: cf. οἶνος.

Greek Monolingual

(I)
οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α)
1. η άμπελος («oἱ δ' ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.)
2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε -η].———————— (II)
οἴνη, ἡ (Α)
1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο άσσος («ἢ τρεῑς ἓξ ἢ τρεῑς οἶναι», ιων. παροιμ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἴνας
τοὺς κύβους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴνη ανάγεται σε εκφραστική ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημ. «μοναδικός, μόνος» (πρβλ. οίος), που διακρίνεται ως προς τη σημ. από τη ρίζα [i]sem του εἷς «ένας», αλλά, παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιήθηκε σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με σημ. «ένας»: λατ. ūnus (< αρχ. λατ. oino-), αρχ. ιρλδ. oen, γοτθ. ains, γερμ. ein, αρχ. πρωσ. ains. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας μαρτυρείται στη Βαλτική και στη Σλαβική σε συνθ. σε ino- και σε παράγωγα (πρβλ. αρχ. σλαβ. inokŭ «μοναδικός»)].

Greek Monotonic

οἴνη: Δωρ. οἴνα, ἡ (οἶνος),·
1. αμπέλι, σε Ησίοδ., Ευρ.
2. οἶνος, κρασί, σε Ανθ.