Ὁμήρειος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’Homère, homérique.<br />'''Étymologie:''' [[Ὅμηρος]].
|btext=ος, ον :<br />d’Homère, homérique.<br />'''Étymologie:''' [[Ὅμηρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ὁμήρειος:''' -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ [[Ὁμήρειον]], ομηρική [[φράση]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμήρειος Medium diacritics: Ὁμήρειος Low diacritics: Ομήρειος Capitals: ΟΜΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Homḗreios Transliteration B: Homēreios Transliteration C: Omireios Beta Code: *(omh/reios

English (LSJ)

ον,

   A Homeric, Hdt.5.67, Ar. Fr.222 ; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6 ; τὸ Ὁ. the Homeric phrase, Hp.Mochl.5 ; οἱ Ὁ., = οἱ Ὁμηρίδαι 11, Pl.Tht.179e. Adv. -είως Ael.NA15.16.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμήρειος: -ον, Ὁμηρικός, Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ Ὁμήρειον, ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’Homère, homérique.
Étymologie: Ὅμηρος.

Greek Monotonic

Ὁμήρειος: -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ Ὁμήρειον, ομηρική φράση, σε Πλάτ.