ὀνοστός: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνοστός]] και [[ὀνοτός]], -ή, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] μομφής ή περιφρόνησης<br /><b>2.</b> ([[κατά]] Αν <b>Ησύχ.</b>) «ὀνοστά<br />ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνοστῶς</i> (Μ)<br />με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀνοτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομαι]] «[[κατηγορώ]], [[ονειδίζω]]». Ο τ. [[ὀνοστός]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] τών ρηματ. επιθέτων σε -<i>οστός</i> από ρ. σε -<i>όζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αρμοστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἁρμόζω]])]. | |mltxt=[[ὀνοστός]] και [[ὀνοτός]], -ή, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] μομφής ή περιφρόνησης<br /><b>2.</b> ([[κατά]] Αν <b>Ησύχ.</b>) «ὀνοστά<br />ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνοστῶς</i> (Μ)<br />με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀνοτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομαι]] «[[κατηγορώ]], [[ονειδίζω]]». Ο τ. [[ὀνοστός]] εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] τών ρηματ. επιθέτων σε -<i>οστός</i> από ρ. σε -<i>όζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αρμοστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἁρμόζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνοστός:''' -ή, -όν ([[ὄνομαι]]), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be blamed or scorned, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164 ; οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235. Adv. -στῶς Eust.1101.2 :—also ὀνοτός, Pi.I.4(3).50, Call.Del.20, A.R.4.91.
German (Pape)
[Seite 350] geschmäht, getadelt, zu tadeln, δῶρα μὲν οὐκέτ' ὀνοστὰ διδοῖς, nicht zu verschmähende, nicht zu verachtende Geschenke, Il. 9, 164.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστός: -ή, -όν, ἄξιος μομφῆς ἢ περιφρονήσεως, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ’ ὀνοστὰ διδοῖς Ἰλ. Ι. 164· οὐδ’ ὀνοστὸς ἐν μάχαις Νικόφρ. 1235. ― Ἐπίρρ., -στῶς, Εὐστ. 1101. 2. ― Ὡσαύτως ὀνοτὸς (ὡς θαυματὸς ἀντὶ θαυμαστός), Πινδ. Ι. 4. 85, Καλλ. εἰς Δῆλ. 20, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, εὐτελῆ, φαῦλα ἢ καὶ ἄμεμπτα».
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
méprisable.
Étymologie: adj. verb. de ὄνομαι.
English (Autenrieth)
(ὄνομαι): w. neg., not to be despised, not contemptible, Il. 9.164†.
Greek Monolingual
ὀνοστός και ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που είναι άξιος μομφής ή περιφρόνησης
2. (κατά Αν Ησύχ.) «ὀνοστά
ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα».
επίρρ...
ὀνοστῶς (Μ)
με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀνοτός < ὄνομαι «κατηγορώ, ονειδίζω». Ο τ. ὀνοστός εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-, που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τών ρηματ. επιθέτων σε -οστός από ρ. σε -όζω (πρβλ. αρμοστός < ἁρμόζω)].
Greek Monotonic
ὀνοστός: -ή, -όν (ὄνομαι), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή αξιοκαταφρόνητος, σε Ομήρ. Ιλ.