ὀρεωκόμος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρεωκόμος]] και ὀρειοκόμος και [[ὀρεοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εκτρέφει ημιόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]], -έως «[[ημίονος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>. Το θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] της γεν. <i>ὀρέως</i>. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. <i>ὀρειοκόμος</i> [[είναι]] πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού <i>ὀρη</i>(<i>F</i>)<i>οκόμος</i>]. | |mltxt=[[ὀρεωκόμος]] και ὀρειοκόμος και [[ὀρεοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εκτρέφει ημιόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]], -έως «[[ημίονος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>. Το θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] της γεν. <i>ὀρέως</i>. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. <i>ὀρειοκόμος</i> [[είναι]] πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού <i>ὀρη</i>(<i>F</i>)<i>οκόμος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεωκόμος:''' ὁ ([[ὀρεύς]], [[κομέω]]), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ
A, (ὀρεύς) muleteer, Ar.Th.491,Fr.633,IG22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.Ly.208b, X.HG5.4.42, Hyp.Lyc.5.—In codd. freq. misspelt ὀρεοκόμος, as in Pl.l.c., Poll.7.183, Hsch. ; the latter also cites a form ὀρειοκόμος, which may be an Ep. spelling of Ορη (ϝ) οκόμος, the older form implied by ὀρεωκόμος.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für ὀρεοκόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεωκόμος: ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν ἤτοι θεραπεύων τοὺς ὀρέας ἤτοι τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως ὀρεοκόμος, ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ τελευταῖος οὗτος μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui soigne les mulets, muletier.
Étymologie: ὀρεύς, κομέω.
Greek Monolingual
ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ημιόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος. Το θεματικό φωνήεν -ω- του τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση της γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. ὀρειοκόμος είναι πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού ὀρη(F)οκόμος].
Greek Monotonic
ὀρεωκόμος: ὁ (ὀρεύς, κομέω), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.