πανταχοῖ: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], [[προς]] οποιοδήποτε [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>oῖ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απανταχοί</i>), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], [[προς]] οποιοδήποτε [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>oῖ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απανταχοί</i>), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πανταχοῖ:''' ([[πᾶς]]), επίρρ., σε [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], σε οποιοδήποτε [[μέρος]], με [[κάθε]] τρόπο, Λατ. [[quovis]] [[quoquoversus]], σε Αριστοφ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A in every direction, any whither, ἄγειν τινά Ar.V. 1004; π. πρεσβεύσομεν (cf. πανταχοῦ), Id.Lys.1230; π. μᾶλλον οἴχεται πλέων D.4.24, cf. 8.76.
German (Pape)
[Seite 463] überall hin; Ar. Vesp. 1004; οἴχεται, Dem. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχοῖ: Ἐπίρρ., κατὰ πᾶσαν διεύθυνσι, πρὸς οἱονδήποτε μέρος, Λατ. quovis, quoquoversus, ἄγειν τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 1004· παντ. πρεσβεύσομεν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1230· π. μᾶλλον οἴχεται πλέων Δημ. 46. 29, πρβλ. 109. 2· - ἴδε ἐν λέξ. πανταχοῦ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de tous côtés, partout avec mouv.
Étymologie: πᾶς, -αχοῖ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς οποιοδήποτε μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -oῖ (πρβλ. απανταχοί), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
πανταχοῖ: (πᾶς), επίρρ., σε κάθε κατεύθυνση, σε οποιοδήποτε μέρος, με κάθε τρόπο, Λατ. quovis quoquoversus, σε Αριστοφ., Δημ.