πενταετής: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(31) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πενταετής]] και [[πεντέτης]] και [[πενθέτης]], -ες, θηλ. [[πενταετίς]] και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[πέντε]] ετών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[πέντε]] [[χρόνια]] ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει [[πέντε]] [[χρόνια]] («πενταετές [[σχέδιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πενταετές</i><br />για [[πέντε]] [[χρόνια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταετῶς</i> Μ<br />για [[πέντε]] [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / <i>πεντ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]) <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ετής</i> / -[[έτης]]. Ο τ. <i>πενθ</i>-[[έτης]] οφείλεται σε δάσυνση του β' συνθετικού [[ἔτος]], που παρατηρείται σε ορισμένους τ. (<b>πρβλ.</b> <i>εφ</i>-[[έτος]], <i>δωδεχ</i>-[[έτης]], <i>καθ</i>-[[έτης]])]. | |mltxt=-ές ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πενταετής]] και [[πεντέτης]] και [[πενθέτης]], -ες, θηλ. [[πενταετίς]] και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[πέντε]] ετών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[πέντε]] [[χρόνια]] ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει [[πέντε]] [[χρόνια]] («πενταετές [[σχέδιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πενταετές</i><br />για [[πέντε]] [[χρόνια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταετῶς</i> Μ<br />για [[πέντε]] [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / <i>πεντ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]) <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ετής</i> / -[[έτης]]. Ο τ. <i>πενθ</i>-[[έτης]] οφείλεται σε δάσυνση του β' συνθετικού [[ἔτος]], που παρατηρείται σε ορισμένους τ. (<b>πρβλ.</b> <i>εφ</i>-[[έτος]], <i>δωδεχ</i>-[[έτης]], <i>καθ</i>-[[έτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πενταετής:''' -ές ή πεντα-[[έτης]], -ες,<br /><b class="num">I.</b> [[πέντε]] χρόνων σε [[ηλικία]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, αυτός που διαρκεί [[πέντε]] χρόνια, σε Θουκ.· ουδ. επίρρ. <i>πεντάετες</i>, αυτό που έχει [[διάρκεια]] [[πέντε]] χρόνων, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, Att. πεντᾰέτης, ες (v. διέτης), = foreg. I,
A ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι Hdt.1.136 ; πενταετεῖ . . ἤθει ψυχῆς Pl.Lg.793e :—fem. πεντᾰετίς, Plu.2.844a. II lasting five years, σπονδαί Th.1.112 codd. ; χρόνος IG12(5).860.29 (Tenos) : neut. as Adv., πεντάετες for five years, Od.3.115.
German (Pape)
[Seite 556] ές, fünfjährig; Her. 1, 136; Thuc. 1, 112; Plat. Legg. VII, 793 e; Folgde, wie Plut.; – πεντάετες, adv., fünf Jahre lang, Od. 3, 115.
Greek (Liddell-Scott)
πενταετής: -ές, ἢ πενταέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, ἀπὸ πενταετέος ἀρξάμενοι Ἡρόδ. 1. 136· πενταετεῖ ... ἤθει ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ― θηλυκ. πενταετίς, Πλούτ. 2. 844Α. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ διαρκῶν ἐπὶ πέντε ἔτη, σπονδαὶ Θουκ. 2. 112· χρόνος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29· ― οὐδέτ. ἐπίρρ. πεντάετες, ἐπὶ πέντε ἔτη, Ὀδ. Γ. 115, καὶ πενταετῶς, τὸ σιγᾶν πενταετῶς Τζέτζ. Ἱστ. 7. 157.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 de cinq ans, âgé de cinq ans;
2 qui dure cinq ans;
adv. • πεντάετες, pendant cinq ans.
Étymologie: πέντε, ἔτος.
English (Autenrieth)
(ϝέτος): only neut. as adv., πενταετές, five years long, Od. 3.115†.
Greek Monolingual
-ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, -ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α
1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών
2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε χρόνια («πενταετές σχέδιο»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πενταετές
για πέντε χρόνια.
επίρρ...
πενταετῶς Μ
για πέντε χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντ- + -ετής / -έτης (< ἔτος) πρβλ. τετρα-ετής / -έτης. Ο τ. πενθ-έτης οφείλεται σε δάσυνση του β' συνθετικού ἔτος, που παρατηρείται σε ορισμένους τ. (πρβλ. εφ-έτος, δωδεχ-έτης, καθ-έτης)].
Greek Monotonic
πενταετής: -ές ή πεντα-έτης, -ες,
I. πέντε χρόνων σε ηλικία, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για χρόνο, αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια, σε Θουκ.· ουδ. επίρρ. πεντάετες, αυτό που έχει διάρκεια πέντε χρόνων, σε Ομήρ. Οδ.