πεντηκοστολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο [[εισπράκτορας]] του φόρου της πεντηκοστής, [[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως [[έργο]] την [[είσπραξη]] του φόρου της πεντηκοστής και την [[απογραφή]] του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντηκοστή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο [[εισπράκτορας]] του φόρου της πεντηκοστής, [[οικονομικός]] [[υπάλληλος]] της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως [[έργο]] την [[είσπραξη]] του φόρου της πεντηκοστής και την [[απογραφή]] του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο [[βιβλίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντηκοστή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκοστολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που εισπράττει το [[φόρο]] της <i>πεντηκοστῆς</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοστολόγος Medium diacritics: πεντηκοστολόγος Low diacritics: πεντηκοστολόγος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pentēkostológos Transliteration B: pentēkostologos Transliteration C: pentikostologos Beta Code: penthkostolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A collector of the πεντηκοστή, at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122 ; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.) ; at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 559] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo πεντηκοστηλόγος v. l.; Lob. Phryn. 658.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοστολόγος: ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. πεντηκόσταρχος), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― ἐντεῦθεν πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ μέρος ἔνθα εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, αὐτόθι, πρβλ. Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur du droit du cinquantième.
Étymologie: πεντηκοστός, λέγω².

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας του φόρου της πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη του φόρου της πεντηκοστής και την απογραφή του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος].

Greek Monotonic

πεντηκοστολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.