περιβρύχιος: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από τα κύματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιβρύχιον [[οἶδμα]]» — το [[κύμα]] που σκεπάζει κάποιον ή [[κάτι]] από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[βρύχιος]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από τα κύματα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιβρύχιον [[οἶδμα]]» — το [[κύμα]] που σκεπάζει κάποιον ή [[κάτι]] από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[βρύχιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιβρύχιος:''' [ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το [[φούσκωμα]] των κυμάτων [[ολόγυρα]], <i>οἴδματα περιβρύχια</i>, κύματα που καταπίνουν το ένα το [[άλλο]], δηλ. [[κύμα]] πάνω στο [[κύμα]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A engulfing, οἴδματα S.Ant.336(lyr.).
German (Pape)
[Seite 571] rings im, unter Wasser, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ' οἴδμασιν, Soph. Ant. 336, im sturmbewegten, wogenden Meere, wo eine Woge die andere verschlingt. Vgl. ὑποβρύχιος.
Greek (Liddell-Scott)
περιβρύχιος: [ῠ], -α, -ον, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν, περῶν ὑπὸ τὰ πανταχόθεν περιβάλλοντα αὐτὸν ἀνυψωμένα κύματα, Σοφ. Ἀντ. 336· πρβλ. ὑποβρύχιος. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. βρύχιος).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
battu tout autour par les flots bruyants.
Étymologie: περί, βρυχάομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται τελείως από τα κύματα
2. φρ. «περιβρύχιον οἶδμα» — το κύμα που σκεπάζει κάποιον ή κάτι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. βρύχιος.
Greek Monotonic
περιβρύχιος: [ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το φούσκωμα των κυμάτων ολόγυρα, οἴδματα περιβρύχια, κύματα που καταπίνουν το ένα το άλλο, δηλ. κύμα πάνω στο κύμα, σε Σοφ.