περιβρύχιος
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
[ῠ], ον, engulfing, οἴδματα S.Ant.336(lyr.).
German (Pape)
[Seite 571] rings im, unter Wasser, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ' οἴδμασιν, Soph. Ant. 336, im sturmbewegten, wogenden Meere, wo eine Woge die andere verschlingt. Vgl. ὑποβρύχιος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
battu tout autour par les flots bruyants.
Étymologie: περί, βρυχάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιβρύχιος -ον [περί, βρύχω] overspoelend:. περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν overstekend onder golven die hem dreigen te overspoelen Soph. Ant. 336.
Russian (Dvoretsky)
περιβρύχιος: (ῠ) ревущий вокруг, оглашающий рокотом (οἴδματα Soph.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται τελείως από τα κύματα
2. φρ. «περιβρύχιον οἶδμα» — το κύμα που σκεπάζει κάποιον ή κάτι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. βρύχιος.
Greek Monotonic
περιβρύχιος: [ῠ], -α, -ον, αυτός που καταποντίζεται από το φούσκωμα των κυμάτων ολόγυρα, οἴδματα περιβρύχια, κύματα που καταπίνουν το ένα το άλλο, δηλ. κύμα πάνω στο κύμα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιβρύχιος: [ῠ], -α, -ον, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν, περῶν ὑπὸ τὰ πανταχόθεν περιβάλλοντα αὐτὸν ἀνυψωμένα κύματα, Σοφ. Ἀντ. 336· πρβλ. ὑποβρύχιος. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. βρύχιος).
Middle Liddell
περι-βρῠ́χιος, η, ον
engulfed by the surge all round, οἴδματα π. waves swallowed up by one another, i. e. wave upon wave, Soph.