πλωΐζω: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλέω]]<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] διά θαλάσσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλοΐζω]]). Ο μυκην. τ. <i>porowito</i>, αν αποδίδει τη λ. <i>πλωFιστος</i>, έχει παραχθεί από το ρ. [[πλωΐζω]] και δήλωνε έναν [[μήνα]] του χρόνου κατάλληλο για απόπλου]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλέω]]<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] διά θαλάσσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλοΐζω]]). Ο μυκην. τ. <i>porowito</i>, αν αποδίδει τη λ. <i>πλωFιστος</i>, έχει παραχθεί από το ρ. [[πλωΐζω]] και δήλωνε έναν [[μήνα]] του χρόνου κατάλληλο για απόπλου]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλωΐζω:''' Ιων. παρατ. <i>πλωΐζεσκον</i>· [[πλέω]] πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες [[μᾶλλον]] ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη [[ναυτιλία]], σε Θουκ. — αποθ. <i>πλωΐζομαι</i>, σε Στράβ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A sail on the sea, πλωΐζεσκ' ἐν νηυσί Hes.Op.634 (Pl.R.388a implies πλωΐζεσκ' ἀλύων in Il.24.12); οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἔπλῳζον began to use ships or practise navigation, Th.1.13:—Med., Sammelb.7332 (iii B. C.), Str.17.1.6, Luc.Hist.Conscr.62: aor. inf. Pass. πλωϊσθῆναι, πρὸς πόλιν Just. Edict.13.6:—written πλοΐζομαι in Sammelb.7169.20 (ii B. C.), Plb.4.47.1, 5.88.7, D.S.3.34, Arr.Peripl.M.Eux.23.—On the form, v. sq.
German (Pape)
[Seite 639] u. in ganz gleicher Bdtg med. πλωΐζομαι, = πλώω, πλέω, schiffen, zu Schiffe fahren; πλωΐζεσκ' ἐν νηυσί, Hes. O. 636, wie das act. auch Plat. Rep. III, 388 a aus Il. 24, 12 (wo δινεύεσκε steht) anführt; jetzt auch Thuc. 1, 13, wie Luc. Vit. auct. 26; bei Pol. u. Suid. πλοΐζομαι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
naviguer.
Étymologie: πλώω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. πλέω
2. ταξιδεύω διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + κατάλ. -ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα του χρόνου κατάλληλο για απόπλου].
Greek Monotonic
πλωΐζω: Ιων. παρατ. πλωΐζεσκον· πλέω πάνω από τη θάλασσα, σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη ναυτιλία, σε Θουκ. — αποθ. πλωΐζομαι, σε Στράβ., Λουκ.