Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πικρόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο [[γάμος]] έφερε πίκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο [[γάμος]] έφερε πίκρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγᾰμος Medium diacritics: πικρόγαμος Low diacritics: πικρόγαμος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: pikrógamos Transliteration B: pikrogamos Transliteration C: pikrogamos Beta Code: pikro/gamos

English (LSJ)

ον,

   A attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός 111), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.

German (Pape)

[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les noces ou l’hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.

English (Autenrieth)

having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.

Greek Monotonic

πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.