πολυσπερής: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές και βοιωτ. τ. πληθ. αρσ. πολουσπερίες, Α<br />διεσπαρμένος σε [[πολλά]] μέρη («πολυσπερὴς καθ' Ἑλλάδα [[φήμη]] πλανᾱται», Θεοδοτ.)<br /><b>2.</b> [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>σπερ</i>- του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ής</i>]. | |mltxt=-ές και βοιωτ. τ. πληθ. αρσ. πολουσπερίες, Α<br />διεσπαρμένος σε [[πολλά]] μέρη («πολυσπερὴς καθ' Ἑλλάδα [[φήμη]] πλανᾱται», Θεοδοτ.)<br /><b>2.</b> [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>σπερ</i>- του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυσπερής:''' -ές ([[σπείρω]]), αυτός που εξαπλώνεται [[τριγύρω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (σπείρω)
A wide-spread, spread over the earth, ἄνθρωποι Il.2.804, Od.11.365; Ὠκεανῖναι Hes.Th.365; φήμη Theodect.16; συνόδοντες Opp.H.3.577; Boeot. pl. πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63. II fruitful, καμασῆνες Emp.74.
German (Pape)
[Seite 673] ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνθρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνθρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.
Greek (Liddell-Scott)
πολυσπερής: -ές, (σπείρω) πολυσπερέων ἀνθρώπων, «ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς διεσπαρμένων, πολυγενῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 804, Ὀδ. Λ. 365· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 365· πολυσπερὴς καθ’ Ἑλλάδα φήμη πλανᾶται, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος διεσπαρμένη, διαδιδομένη, Θεοδέκτ. παρὰ Στοβ. σ. 105, 25, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσπερέων· πολυεθνῶν». ΙΙ. καρποφόρος, γόνιμος, καμασῆνες Ἐμπεδ. 256.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dispersé en plusieurs peuplades ou tribus.
Étymologie: πολύς, σπείρω.
English (Autenrieth)
ές (σπείρω): widestrewn, wide-spread, over the earth.
Greek Monolingual
-ές και βοιωτ. τ. πληθ. αρσ. πολουσπερίες, Α
διεσπαρμένος σε πολλά μέρη («πολυσπερὴς καθ' Ἑλλάδα φήμη πλανᾱται», Θεοδοτ.)
2. καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θ. σπερ- του σπείρω + κατάλ. -ής].
Greek Monotonic
πολυσπερής: -ές (σπείρω), αυτός που εξαπλώνεται τριγύρω, σε Όμηρ., Ησίοδ.