πραϋντικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό.
|mltxt=-ή, -ό / [[πραϋντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πραϋντής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να καταπραΰνει, [[κατευναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[καταπραϋντικός]], [[ανακουφιστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋντικώς</i> / <i>πραϋντικῶς</i> ΝΑ, <i>πραϋντικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πραϋντικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραϋντικός Medium diacritics: πραϋντικός Low diacritics: πραϋντικός Capitals: ΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praüntikós Transliteration B: prauntikos Transliteration C: prayntikos Beta Code: prau+ntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.

Greek Monotonic

πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.