πολύκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από καπνό, [[καπνώδης]] («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον [[στέγος]] πέπλους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>καπνος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από καπνό, [[καπνώδης]] («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον [[στέγος]] πέπλους», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δύσ</i>-<i>καπνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύκαπνος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολύ]] καπνό, [[καπνώδης]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαπνος Medium diacritics: πολύκαπνος Low diacritics: πολύκαπνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: polýkapnos Transliteration B: polykapnos Transliteration C: polykapnos Beta Code: polu/kapnos

English (LSJ)

ον,

   A smoky, στέγος E.El.1140.

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].

Greek Monotonic

πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.