πολύπικρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />ο πολύ [[πικρός]], ο πολύ [[θλιβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύπικρα</i><br />με πολύ πικρό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπίκρως]] Μ<br />με πολλή [[πίκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />ο πολύ [[πικρός]], ο πολύ [[θλιβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύπικρα</i><br />με πολύ πικρό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπίκρως]] Μ<br />με πολλή [[πίκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύπικρος:''' -ον, [[οξύς]] ή [[πικρός]]· <i>πολύπικρα</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπικρος Medium diacritics: πολύπικρος Low diacritics: πολύπικρος Capitals: ΠΟΛΥΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: polýpikros Transliteration B: polypikros Transliteration C: polypikros Beta Code: polu/pikros

English (LSJ)

ον,

   A very keen or bitter: neut. pl. as Adv., Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.

German (Pape)

[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.

English (Autenrieth)

neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.

Greek Monotonic

πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.