προσγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατέρχομαι]] σε αγώνα με κάποιον<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προσγυμναζόμενος</i><br />ο [[προσγυμναστής]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ασκώ]], [[γυμνάζω]] κάποιον σε [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατέρχομαι]] σε αγώνα με κάποιον<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προσγυμναζόμενος</i><br />ο [[προσγυμναστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] σε ή μέσα σε ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>προσγεγυμνασμένος πολέμῳ</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγυμνάζω Medium diacritics: προσγυμνάζω Low diacritics: προσγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΣΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: prosgymnázō Transliteration B: prosgymnazō Transliteration C: prosgymnazo Beta Code: prosgumna/zw

English (LSJ)

   A exercise at or in a thing, τινι Pl.Lg.647c:—Med., ὁ -αζόμενος,=sq., Gal.6.177 (v.l. προγ-) ; π. τινί Alex.Aphr.in Top.232.3; πολέμῳ -γεγυμνασμένος Plu.Marc.27.    2 metaph. in Med., enter into a contest with, τινι D.Chr.36.27: abs., M.Ant.6.20.

German (Pape)

[Seite 754] dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.

Greek (Liddell-Scott)

προσγυμνάζω: γυμνάζω, ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.

French (Bailly abrégé)

exercer à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, γυμνάζω.

Greek Monolingual

Α
1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον
2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος
ο προσγυμναστής.

Greek Monotonic

προσγυμνάζω: μέλ. -σω, εξασκώ σε ή μέσα σε ένα πράγμα, σε Πλάτ. — Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ, σε Πλούτ.