προεννέπω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[προὐννέπω]] Α<br />[[προαναγγέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐννέπω]] «[[διηγούμαι]], [[μιλώ]]»].
|mltxt=και [[προὐννέπω]] Α<br />[[προαναγγέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐννέπω]] «[[διηγούμαι]], [[μιλώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεννέπω:''' συνηρ. [[προὐννέπω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ. [[προκηρύσσω]], [[ανακοινώνω]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προεννέπω]] τινὶ [[ὅτι]]..., σε Αισχύλ.· με απαρ., [[προεννέπω]] τινὰ χαίρειν, [[χαιρετώ]] δημοσίως τον κήρυκα, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεννέπω Medium diacritics: προεννέπω Low diacritics: προεννέπω Capitals: ΠΡΟΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: proennépō Transliteration B: proennepō Transliteration C: proennepo Beta Code: proenne/pw

English (LSJ)

προὐννέπω (as always in Trag.),

   A proclaim, announce, τάδε A.Eu.852; π. σοί, εἰ... θανῇ E.Med.351: c. inf., χαίρειν τινὰ π. I publicly bid him hail, S.Tr.227, cf. E.Hipp.1085; π. δ' ὑμῖν ὅτι . . A.Eu..98.

German (Pape)

[Seite 720] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, Soph. Trsch. 226.

Greek (Liddell-Scott)

προεννέπω: προὐννέπω (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), προαγορεύω, προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, χαιρετίζω δημοσίᾳ τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· ὡσαύτως, πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐννέπω;
seul. prés. et impf. προέννεπον;
dire d’avance, prédire, annoncer, acc..
Étymologie: πρό, ἐννέπω.

Greek Monolingual

και προὐννέπω Α
προαναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐννέπω «διηγούμαι, μιλώ»].

Greek Monotonic

προεννέπω: συνηρ. προὐννέπω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. προκηρύσσω, ανακοινώνω, σε Αισχύλ., Ευρ.· προεννέπω τινὶ ὅτι..., σε Αισχύλ.· με απαρ., προεννέπω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ δημοσίως τον κήρυκα, σε Σοφ., Ευρ.