προτίω: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]]<br /><b>2.</b> [[προκρίνω]] («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι [[δίκην]] παραβάντες», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προτίω]] τινὰ τάφου» — [[θεωρώ]] κάποιον άξιο ταφής [[μάλλον]] [[παρά]] για [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[απονέμω]] [[τιμή]], [[εκτιμώ]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]]<br /><b>2.</b> [[προκρίνω]] («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι [[δίκην]] παραβάντες», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[προτίω]] τινὰ τάφου» — [[θεωρώ]] κάποιον άξιο ταφής [[μάλλον]] [[παρά]] για [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[απονέμω]] [[τιμή]], [[εκτιμώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτίω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῐ], [[τιμώ]] περισσότερο, [[προτιμώ]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τίσω [ῑ],
A prefer in honour, prefer, τι A.Ag.789 (anap.), Eu.546 (lyr.); τάφου . . τὸν μὲν προτίσας . . ἔχει has deemed the one more worthy of burial, S.Ant.22.
German (Pape)
[Seite 793] (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Ggstz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.
Greek (Liddell-Scott)
προτίω: μέλλ. -τίσω [ῑ], τιμῶ περισσότερον, προτιμῶ, τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, Εὐμ. 545· πρ. τινὰ τάφου, θεωρῶ τινα μᾶλλον ἄξιον ταφῆς ἢ ἕτερον, Σοφ. Ἀντ. 22.
French (Bailly abrégé)
honorer de préférence ; préférer : τινα τάφου SOPH juger qqn digne des honneurs de la sépulture.
Étymologie: πρό, τίω.
Greek Monolingual
Α
1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ
2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.)
3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» — θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»].
Greek Monotonic
προτίω: μέλ. -τίσω [ῐ], τιμώ περισσότερο, προτιμώ, σε Αισχύλ., Σοφ.