προσουδίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[καταγής]], το [[ρίχνω]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οὖδας]] «η [[επιφάνεια]] της γης, [[έδαφος]]»].
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[καταγής]], το [[ρίχνω]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οὖδας]] «η [[επιφάνεια]] της γης, [[έδαφος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσουδίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[οὖδας]]), [[ρίχνω]] κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσουδίζω Medium diacritics: προσουδίζω Low diacritics: προσουδίζω Capitals: ΠΡΟΣΟΥΔΙΖΩ
Transliteration A: prosoudízō Transliteration B: prosoudizō Transliteration C: prosoudizo Beta Code: prosoudi/zw

English (LSJ)

(οὖδας)

   A dash against or to the ground, τὸ παιδίον Hdt. 5.92.γ, cf. E.IA1151 (Scaliger for προσουρ-), Plu.Galb.26, Procop. Goth.4.29,al.:—Pass., π. ὑπὸ τοῦ Κύκλωπος Plu.2.506b, cf. D.C.72.13.

German (Pape)

[Seite 775] zu Boden werfen, Her. 5, 92, 3; niederreißen, Plut. de garrul. 10 Galb. 26. – S. auch προσουρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσουδίζω: (οὖδας) καταρρίπτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ παιδίον Ἡρόδ. 5. 92, 3· οὕτω, Εὐρ. Ι. Α. 1125 (ἴδε προσορίζω Ι. 1), Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

jeter par terre, briser contre terre, acc..
Étymologie: πρός, οὖδος.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάτι καταγής, το ρίχνω στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οὖδας «η επιφάνεια της γης, έδαφος»].

Greek Monotonic

προσουδίζω: μέλ. -σω (οὖδας), ρίχνω κατά γης, σε Ηρόδ. κ.λπ.